- συνθήκην
- συνθήκηcompoundingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνθήκην — συνθήκην , συνθήκη compounding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
обѣтъ — ОБѢТ|Ъ (81), А с. 1.Обещание: о семь же ѹченикомъ ѥго разѹмѣвъшемъ и обѣтъ ст҃го оц҃ѧ въспомѧнѹвъше прославиша б҃а. ЖФП XII, 64г; наѹчаѥть бо на(с) слово не истѹпати пре(д) б҃мь бывающа с клѧтвою ѡбѣты (τὰς... συνϑήκας) ΓΑ XIII–XIV, 86б; Г(с)ь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PACTUM — quid notet Politicis, vide apud Hug. Grotium de Iure Belli et Pacis passim, inprimis l. 2. c. 11. ubi de obligatione, quae ex promisso oritur, pluribus disserit. Apud medii aevi Scriptores, Pactum dicitur tributum, ex pacto concessum, quâ notione … Hofmann J. Lexicon universale
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
προτασιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόταση 2. φρ. α) «προτασιακός λογισμός» το απλούστερο και βασικότερο σύστημα τής λογικής, που αφορά μη αναλύσιμες από την άποψη τής δομής τους προτάσεις και τους συνδυασμούς στους οποίους αυτές… … Dictionary of Greek
πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη … Dictionary of Greek
σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… … Dictionary of Greek
συμβατικός — ή, ό / συμβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβατός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος») 2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική… … Dictionary of Greek
ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… … Dictionary of Greek